αρίθμητος

αρίθμητος
-η, -ο
βλ. αρίφνητος, -η, -ο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀριθμητός — that can be counted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρίθμητος — η, ο 1. ο αναρίθμητος 2. αυτός που δεν έχει ακόμη αριθμηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αριθμητός, αποκτώντας στερητική σημ. με τον αναβιβασμό του τόνου, ή < αριθμώ, κατά το σχήμα αγγίζω άγγιχτος] …   Dictionary of Greek

  • αριθμητός — ή, ό (AM ἀριθμητός, ή, όν και δωρ. τ. ἀριθματός) [αριθμώ] αυτός που είναι δυνατόν να αριθμηθεί, να υπολογιστεί …   Dictionary of Greek

  • ἀριθμητόν — ἀριθμητός that can be counted masc acc sg ἀριθμητός that can be counted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητοῖς — ἀριθμητός that can be counted masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητοί — ἀριθμητός that can be counted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητούς — ἀριθμητός that can be counted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητή — ἀριθμητός that can be counted fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητῶς — ἀριθμητός that can be counted adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητῷ — ἀριθμητός that can be counted masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”